αὐτοπραγία

αὐτοπραγματεύτως

αὐτόπρακτος
αὐτο·πραγματεύτως, adv. d’un travail spontané, c. à d. sans travail, sans art. DH. Is. 16 Hudson (conj. ἀπραγμ- Reiske).
Étym. αὐ. πραγματεύομαι.