αὐτόπυρ

αὐτοπυρίτης

αὐτόπυρος ἄρτος
αὐτο·πυρίτης, ου () [ῡῑ] de farine pure : ἄρτος αὐτ. Phryn. com. (Ath. 118e) ; Hpc. 542, 56, etc. ou subst. ὁ αὐτοπυρίτης, Luc. Pisc. 45, pain de farine pure.
Étym. αὐτόπυρος.