αὐτοπυρίτης

αὐτόπυρος ἄρτος

αὐτοπώλης
αὐτό·πυρος ἄρτος () [] Alex. (Ath. 118e), ou subst. ὁ αὐτόπυρος, Gal. c. le préc.
Étym. αὐ. πυρός.