αὐτοσχέδιος

αὐτοσχεδίως

αὐτοσχεδόν
αὐτοσχεδίως, adv. sur-le-champ, à la hâte, à l’improviste, Paus. 6, 24, 3 ; Spt.
Étym. αὐτοσχέδιος.