ἀξιέντρεπτος

ἀξιέπαινος

ἀξιέραστος
ἀξι·έπαινος, ος, ον, digne de louange, Xén. Cyr. 3, 3, 6 ; Ages. 1, 37 ; Dém. 1405, 25 ||
Sup. -ότατος (var. p. ἀξιεπαινετώτατος) Xén. Hell. 4, 4, 6.
Étym. ἄ. ἔπαινος.