ἀξιοκοινώνητος

ἀξιόκτητος

ἀξιόλογος
ἀξιό·κτητος, ος, ον, digne d’être acquis ou possédé, Xén. Cyr. 5, 2, 10 ; Paus. 1, 9, 5.
Étym. ἄ. κτάομαι.