ἀξιοκαταφρόνητος

ἀξιοκοινώνητος

ἀξιόκτητος
ἀξιο·κοινώνητος, ος, ον, digne d’être fréquenté, Plat. Rsp. 371e, etc.
Étym. ἄ. κοινωνέω.