ἀξιόσκεπτος

ἀξιοσπούδαστος

ἀξιοστρατήγητος
ἀξιο·σπούδαστος, ος, ον, digne de soin ou de recherche, Xén. Lac. 10, 3 ; Plut. M. 5c ||
Cp. -ότερος, Xén. l. c. ; DC. 57, 24.
Étym. ἄ. σπουδάζω.