ἀξιοσπούδαστος

ἀξιοστρατήγητος

ἀξιοστράτηγος
ἀξιο·στρατήγητος, ος, ον, c. le suiv. DC. 36, 7 ; 41, 55 ; 45, 42 (conj. ἀξιοστράτηγος).
Étym. ἄ. στρατηγέω.