ἀξιοστράτηγος

ἀξιοτέκμαρτος

ἀξιοτίμητος
ἀξιο·τέκμαρτος, ος, ον, seul. au cp. -ότερος, plus propre à convaincre, plus convaincant, Xén. Mem. 4, 4, 10.
Étym. ἄ. τεκμαίρομαι.