ἀξιοστρατήγητος

ἀξιοστράτηγος

ἀξιοτέκμαρτος
ἀξιο·στράτηγος, ος, ον, digne de commander à des troupes, digne du commandement, Xén. An. 3, 1, 24 ; Arr. An. 4, 11, 9 ; DC. (v. le préc.) ||
Cp. -ότερος, Xén. l. c.
Étym. ἄ. στρατηγός.