ἀξιόθρηνος

ἀξιοθριάμϐευτος

ἀξιοκαταφρόνητος
ἀξιο·θριάμϐευτος, ος, ον, digne de figurer au triomphe, Suét. Calig. 47.
Étym. ἄ. θριαμϐεύω.