ἀξιοθριάμϐευτος

ἀξιοκαταφρόνητος

ἀξιοκοινώνητος
ἀξιο·καταφρόνητος, ος, ον, digne de mépris, Jambl. V. Pyth. p. 206.
Étym. ἄ. καταφρονέω.