ἀξιοεργός

ἀξιόζηλος

ἀξιοζήλωτος
ἀξιό·ζηλος, ος, ον, digne d’envie, El. V.H. 12, 64 ||
Sup. -ότατος, Thém. 175b.
Étym. ἄ. ζῆλος.