ἀξιόζηλος

ἀξιοζήλωτος

ἀξιοθαύμαστος
ἀξιο·ζήλωτος, ος, ον, c. le préc. Plut. Flam. 20 ; Diosc. Præf. p. 2.
Étym. ἄ. ζηλόω.