βαδιστής

βαδιστικός

βαδιστός
βαδιστικός, ή, όν [] propre à marcher, Th. (Ath. 387b) ; d’où bon marcheur, Ar. Ran. 128 ; τὸ βαδιστικόν, Arstt. Interpr. 12, aptitude à marcher.
Étym. βαδίζω.