βαλάντιον

βαλαντιοτομέω-ῶ

βαλαντιοτόμος
βαλαντιοτομέω-ῶ [βᾰ] couper des bourses, être coupe-bourses, Xén. Mem. 1, 2, 62 ; Plat. Rsp. 575b.
Étym. βαλαντιοτόμος.