Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βαλαντιοτομέω-ῶ
βαλαντιοτόμος
βαλανώδης
βαλαντιο·τόμος,
ου
(
ὁ
) [
βᾰ
]
c.
βαλαντιητόμος,
Plat.
Rsp.
552
d
;
Eschn.
etc.