Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βαναυσικός
βαναυσοποιΐα
βάναυσος
βαναυσο·ποιΐα,
ας
(
ἡ
)
c.
βαναυσουργία,
Epict.
2, 801
c
Schweigh.
Étym.
βάναυσος, -ποιος
de
ποιέω
.