βάπτισις

βάπτισμα

βαπτισμός
βάπτισμα, ατος (τὸ)
1 baptême, NT. Eccl. ||
2 supplice de l’immersion, qqf. appliqué aux martyrs, Naz. 2, 236 b Migne.
Étym. βαπτίζω.