βάπτισμα

βαπτισμός

βαπτιστήριον
βαπτισμός, οῦ () immersion, d’où :
1 ablution, NT. Marc. 7, 4, 8 ; Hebr. 9, 10 ||
2 baptême, Jos. A.J. 18, 5, 2.
Étym. βαπτίζω.