βαπτιστήριον

βαπτιστής

βαπτός
βαπτιστής, οῦ () celui qui immerge, qui baptise, Naz. ; 2, 252c ; 393c Migne ; Ἰωάννης ὁ Β. NT. Jos. A.J. 18, 5, 2, Jean Baptiste, litt. Jean l’immerseur.
Étym. βαπτίζω.