βαπτισμός

βαπτιστήριον

βαπτιστής
βαπτιστήριον, ου (τὸ)
1 salle, de bain, Plin. min. Ep. 2, 17 ||
2 baptistère, Nyss. 3, 420 Migne.
Étym. βαπτίζω.