βαρυϐρεμέτειρα

βαρυϐρεμέτης

βαρυϐρομήτης
βαρυ·ϐρεμέτης, ου [ᾰ‽] adj. m. qui produit un bruit ou un grondement sourd, Soph. Ant. 1117.
Étym. β. βρέμω.