βαρυϐρεμέτης

βαρυϐρομήτης

βαρύϐρομος
βαρυ·ϐρομήτης, ου [ᾰ‽] c. le préc. Anth. 7, 394.
Étym. β. *βρομέω, de βρόμος, lui-même de βρέμω.