βαρυδαιμονέω-ῶ

βαρυδαιμονία

βαρυδαιμονιάω-ῶ
βαρυδαιμονία, ας () [ᾰῠ] grave infortune, Ant. 116, 29 ; démence, Lys. 101, 24.
Étym. βαρυδαίμων.