βαρύγυιος

βαρυδαιμονέω-ῶ

βαρυδαιμονία
βαρυδαιμονέω-ῶ, f. ήσω [ᾰῠ] être très malheureux, Ar. Eq. 558.
Étym. βαρυδαίμων.