βαρυδαίμων

βαρυδάκρυος

βαρύδακρυς
βαρυ·δάκρυος, ος, ον [ᾰῠῨ] qui pleure abondamment ; éploré, Nonn. D. 40, 194 ; Christ. Ecphr. 194.
Étym. β. δάκρυ.