βαρύγδουπος

βαρύγλωσσος

βαρυγούνατος
βαρύ·γλωσσος, ος, ον [ᾰ‽] à la langue lourde, c. à d. médisant, Nonn. Jo. 10, 33.
Étym. β. γλῶσσα.