βαρύθω

βαρυκάρδιος

βαρυκέφαλος
βαρυ·κάρδιος, ος, ον [ᾰῠ] au cœur lourd, c. à d. endurci, insensible, Spt. Ps. 4, 3 ; Nonn. Jo. 4, 39, etc. ; Naz. Or. 7, p. 784c, etc.
Étym. β. καρδία.