βαρυκάρδιος

βαρυκέφαλος

βαρύκομπος
βαρυ·κέφαλος, ος, ον [ᾰῠᾰ]
1 à lourde ou large tête, Arr. Cyn. 4, 4 ||
2 fig. au faîte surchargé, Vitr. 3, 2, lat. « barycephalæ ædes ».