βαρύκτυπος

βαρυλαῖλαψ

βαρύλλιον
βαρυ·λαῖλαψ, απος (ὁ, ἡ) [ᾰῠᾰπ] aux tourbillons pesants, c. à d. terribles, Anth. 9, 247.
Étym. βαρ. λαῖλαψ.