Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βαρυόργητος
βαρύοσμος
βαρυπαθέω-ῶ
βαρύ·οσμος,
ος, ον
[
ᾰῠ
]
c.
βαρύοδμος,
Arstt.
Mir.
17
||
Cp.
-ότερος,
Diosc.
3, 136
.
Étym.
β. ὀσμή
.