βαρύοσμος

βαρυπαθέω-ῶ

βαρυπάλαμος
βαρυ·παθέω-ῶ, f. ήσω [ᾰῠᾰ] être gravement ou péniblement affecté, Plut. M. 167f.
Étym. β. πάθος.