βαρυπαθέω-ῶ

βαρυπάλαμος

βαρυπειθής
βαρυ·πάλαμος, ος, ον [ᾰῠᾰᾰ] à la main pesante, c. à d. terrible, Pd. P. 11, 22.
Étym. β. παλάμη.