βαρύσπλαγχνος

βαρυσταθμέω-ῶ

βαρύσταθμος
βαρυσταθμέω-ῶ [βᾰ] peser lourdement, Diosc. 1, 25 (inf. ao. -σταθμῆσαι).
Étym. βαρύσταθμος.