βαρυσταθμέω-ῶ

βαρύσταθμος

βαρύστομος
βαρύ·σταθμος, ος, ον [βᾰᾰθ] qui pèse lourdement, lourd, pesant, Ar. Ran. 1397.
Étym. β. στάθμη.