βαρυθυμία

βαρύθυμος

βαρυθύμως
βαρύ·θυμος, ος, ον [ᾰῠῡ] irrité, mécontent, Eur. Med. 176 ; Call. Cer. 81 ; Del. 215 ; Plut. Alex. 9 ||
Cp. -ότερος, Syn. 183d.
Étym. β. θυμός.