βαρυθυμέω-ῶ

βαρυθυμία

βαρύθυμος
βαρυθυμία, ας () [ᾰῠῡ] irritation, mécontentement, Arstt. Virt. et vit. 6, 7 ; Plut. Mar. 40 ; Alex. 70 ; M. 417d, etc.
Étym. βαρύθυμος.