βαρυήκοος

βαρυηχής

βαρύθροος
βαρυ·ηχής, ής, ές [ᾰῠ] qui produit un bruit fort ou retentissant, DS. 5, 31 ; Orph. Arg. 1350 ||
E Dor. βαρυαχής [ᾰᾱ] Ar. Nub. 277.
Étym. β. ἦχος.