βασανιστέος

βασανιστήριον

βασανιστήριος
βασανιστήριον, ου (τὸ) [ᾰᾰ]
1 pierre de touche, Thém. 248a ||
2 chambre de torture, Thpp. com. (EM. 411, 36) ; Polyen 8, 62.
Étym. βασανίζω.