βαθυπλήξ

βαθυπλόκαμος

βαθύπλοκος
βαθυ·πλόκαμος, ος, ον [ᾰ‽ᾰ] aux tresses épaisses, Mosch. 2, 101 ; A. Rh. 1, 742 ; Orph. Opp.
Étym. β. πλόκαμος.