βαθυπλόκαμος

βαθύπλοκος

βαθύπλοος
βαθύ·πλοκος, ος, ον [ᾰ‽] seul. cp. -ώτερος, profondément enchevêtré, d’où équivoque, perplexe, Eun. 89, 5.
Étym. β. πλέκω.