Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυπόνηρος
βαθυ·πόλεμος,
ος, ον
[
ᾰῠ
] profondément belliqueux,
Pd.
P.
2, 1
.
Étym.
β. πόλεμος
.