βαθυπόνηρος

βαθυπρήων

βαθυπώγων
βαθυ·πρήων, ονος (ὁ, ἡ) [ᾰ‽] aux roches escarpées, P. Sil. Ecphr. ag. Soph. 636.
Étym. β. πρηών.