βαθυπρήων

βαθυπώγων

βαθυρρείτης
βαθυ·πώγων, ωνος (ὁ, ἡ) [ᾰῠ] à la barbe longue ou épaisse, Plut. M. 710b ; Luc. J. tr. 26.
Étym. β. πώγων.