βιαιοθανατέω-ῶ

βιαιοθάνατος

βιαιοκλώψ
βιαιο·θάνατος, ος, ον [ᾰᾰ] frappé de mort violente, P. Alex. Apot. 24, p. 66, l. 10 Boer ; Tertull. 2, 747b.
Étym. βίαιος, θάνατος.