βιαιοθανασία

βιαιοθανατέω-ῶ

βιαιοθάνατος
βιαιοθανατέω-ῶ, f. ήσω [ᾰᾰ] mourir de mort violente, Plut. M. 1152b.
Étym. βιαιοθάνατος.