βιϐλίον

βιϐλιοπωλεῖον

βιϐλιοπώλης
βιϐλιοπωλεῖον, ου (τὸ) boutique de libraire, librairie, Gal. 1, 35a ; Ath. 1e.
Étym. βιϐλιοπώλης.