βιϐλιοπωλεῖον

βιϐλιοπώλης

βιϐλιοφόρος
βιϐλιο·πώλης, ου () libraire, Nicoph. (Ath. 126f) ; Aristom. (Poll. 7, 211) ; etc.
Étym. βιϐλίον, πωλέω.